- γραμματοθήκη
- η1. θήκη στην οποία φυλάσσονται επιστολές που έχουν διαβαστεί2. στοιχειοθετείο με πολλά τετράγωνα ή επιμήκη χωρίσματα, στα οποία τοποθετούνται τα τυπογραφικά στοιχεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος) + θήκη. Ο τ. μαρτυρείται στον πληθ. (γραμματοθήκαι) από το 1871 στον Ι. Ν. Βαλέτα].
Dictionary of Greek. 2013.